PanLinx

ελληνικάell-000απομακρυσμένος
ελληνικάell-000απομακρυσμενος
ελληνικάell-000απομακρυσμένος εκτυπωτής γραμμής
ελληνικάell-000απομακρυσμένος υπολογιστής
ελληνικάell-000απομανθάνω
τσακώνικαtsd-001απομαραίνου
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπομάσσομαι
ελληνικάell-000απομάσσω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπομάσσω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπομασσω
ελληνικάell-000απόμαχος
ελληνικάell-000απομεινάρι
ελληνικάell-000απομεινάρια
ελληνικάell-000απομειούμενο ενεργητικό
ελληνικάell-000απομείωση
ελληνικάell-000απομελάνωση
ελληνικάell-000απομεμακρυσμένο
ελληνικάell-000απομεμακρυσμένος
ελληνικάell-000απομεμονωμένο μέρος
ελληνικάell-000απομεμονωμένος
ελληνικάell-000απομένω
ελληνικάell-000απόμερα
τσακώνικαtsd-001απόμερα
τσακώνικαtsd-001απόμερε
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπομερίζω
ελληνικάell-000απόμερο μέρος
ελληνικάell-000απόμερος
ελληνικάell-000απόμερος τόπος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπὸ μέρους
ελληνικάell-000απομέσα
ελληνικάell-000από μέσα
ελληνικάell-000απομεσήμερο
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπομεστόω
ελληνικάell-000απομετάλλωση
ελληνικάell-000από μηχανής θεός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπό μηχανῆς θεός
ελληνικάell-000ἀπὸ μηχανῆς Θεός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπὸ μηχανῆς θεός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπὸ μιᾶς
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπομιμέομαι
ελληνικάell-000απομίμηση
ελληνικάell-000απομίμηση δέρματος
ελληνικάell-000απομιμητής
ελληνικάell-000απομιμούμαι
ελληνικάell-000απομνημόνευμα
ελληνικάell-000απομνημονεύματα
ελληνικάell-000απομνημόνευση
ελληνικάell-000απομνημονεύω
τσακώνικαtsd-001απομόναχο
ελληνικάell-000απομονώ
ελληνικάell-000απομονωμένη γλώσσα
ελληνικάell-000απομονωμένος
ελληνικάell-000απομονώνομαι
ελληνικάell-000απομονώνω
ελληνικάell-000απομονώνω κάποιον
ελληνικάell-000απομόνωση
ελληνικάell-000απομόνωση εφαρμογών
ελληνικάell-000απομόνωση/κατάσχεση/δήμευση/μεσεγγύηση
ελληνικάell-000απομόνωση φυλακής
ελληνικάell-000απομονωτήρ
ελληνικάell-000απομονωτήρας
ελληνικάell-000απομονωτήριο
ελληνικάell-000απομονωτής
ελληνικάell-000απομονωτικός
ελληνικάell-000απομονωτικότης
ελληνικάell-000απομονωτικότητα
ελληνικάell-000απομονωτισμός
τσακώνικαtsd-001απομπαΐνου
τσακώνικαtsd-001απομπάνου
ελληνικάell-000από μπετόν
τσακώνικαtsd-001απομποστανίδι
τσακώνικαtsd-001απομπού
ελληνικάell-000απομυελίνωση
ελληνικάell-000απομύζηση
ελληνικάell-000απομυζώ
ελληνικάell-000απομυθοποίηση
ελληνικάell-000απομυθοποιώ
ελληνικάell-000απομωνοτικός
ελληνικάell-000απομωνοτισμός
τσακώνικαtsd-001απομωραίνου
ελληνικάell-000απομωραίνω από έρωτα
ελληνικάell-000απομωραίνω εξ’ ερωτός
ελληνικάell-000απομωραμένος
ελληνικάell-000απομώρανση
ελληνικάell-000αποναζιστικοποίηση
ελληνικάell-000αποναζιστικοποιώ
ελληνικάell-000αποναρκοθέτηση
ελληνικάell-000αποναρκώνω
ελληνικάell-000απονάρκωση
τσακώνικαtsd-001άπονε
ελληνικάell-000απονεκρώνομαι
ελληνικάell-000απονεκρώνω
ελληνικάell-000απονέκρωση
ελληνικάell-000απονέμει
ελληνικάell-000απονεμήθηκε
ελληνικάell-000απονεμητικός
ελληνικάell-000απονέμομαι
ελληνικάell-000απονεμόμενη διάκριση
ελληνικάell-000απονεμόμενο βραβείο
ελληνικάell-000απονέμω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπονέμω
ελληνικάell-000απονέμω δικαιοσύνη
ελληνικάell-000απονέμω δίπλωμα
ελληνικάell-000απονεμών
ελληνικάell-000απονέμω πτυχίο
ελληνικάell-000απονέμω τίτλο
ελληνικάell-000απονέμω τίτλο ευγένειας
ελληνικάell-000απονενοημένος
ελληνικάell-000απόνερα
τσακώνικαtsd-001απονέσου
ελληνικάell-000απονευρώνω
ελληνικάell-000απονεύρωση
τσακώνικαtsd-001απόνηρε
τσακώνικαtsd-001απονήρευτε
ελληνικάell-000απονήρευτος
τσακώνικαtsd-001απονία
ελληνικάell-000απονιά
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπονία
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπονίπτω
τσακώνικαtsd-001απονιψίδι
τσακώνικαtsd-001απονοϊκούμενε
ελληνικάell-000απονομή
ελληνικάell-000απονομή δικαιοσύνης
ελληνικάell-000απονομή διπλωμάτων
ελληνικάell-000απονομή σεβασμού
ελληνικάell-000απονόνωση
ελληνικάell-000άπονος
ελληνικάell-000από νότο
τσακώνικαtsd-001απόντενη
ελληνικάell-000από νωρίς
ελληνικάell-000αποξειγονώνω
ελληνικάell-000αποξειδώνω
ελληνικάell-000αποξείδωση
τσακώνικαtsd-001απόξενε
ελληνικάell-000αποξενώ
ελληνικάell-000αποξενωμένοι
ελληνικάell-000αποξενώνω
ελληνικάell-000αποξενώσει
ελληνικάell-000αποξένωση
ελληνικάell-000αποξενωτής
ελληνικάell-000αποξεραίνω
ελληνικάell-000αποξεραμένος
τσακώνικαtsd-001αποξερίχου
ελληνικάell-000απόξεση
ελληνικάell-000απόξεση οδοντώσεων
ελληνικάell-000απόξεσις
ελληνικάell-000αποξεστική
ελληνικάell-000αποξεστικό
ελληνικάell-000αποξεστικός
ελληνικάell-000αποξέω
ελληνικάell-000αποξημιώνω
ελληνικάell-000αποξημίωση
τσακώνικαtsd-001αποξηούκου
ελληνικάell-000αποξηραίνομαι
ελληνικάell-000αποξηραίνω
ελληνικάell-000αποξηραμένη ψίχα καρύδας
ελληνικάell-000αποξηραμένο προϊόν
ελληνικάell-000αποξηραμένος
ελληνικάell-000αποξηραμένο φρούτο
ελληνικάell-000αποξήρανση
ελληνικάell-000αποξηραντήριο
ελληνικάell-000αποξηραντικός
τσακώνικαtsd-001αποξουρίζου
ελληνικάell-000αποξυγονώνω
ελληνικάell-000από ξύλο φουντουκιάς
ελληνικάell-000αποξύνομαι
ελληνικάell-000αποξύρηση
ελληνικάell-000απο ολους
ελληνικάell-000από οπού
ελληνικάell-000από όπου
τσακώνικαtsd-001αποορού
τσακώνικαtsd-001αποούρα
τσακώνικαtsd-001αποπά
ελληνικάell-000αποπαγώνω
τσακώνικαtsd-001αποπαΐα
ελληνικάell-000αποπαίδι
ελληνικάell-000απόπαιδο
ελληνικάell-000αποπαίρνω
ελληνικάell-000αποπαίρνω δια γέλια
ελληνικάell-000αποπαίρνω κατεβάζω
τσακώνικαtsd-001αποπανούσε
ελληνικάell-000από παντού
ελληνικάell-000αποπάνω
ελληνικάell-000από πάνω
ελληνικάell-000αποπάνω από
ελληνικάell-000από πάσης άποψης
τσακώνικαtsd-001απόπασκα
ελληνικάell-000απόπασχα
ελληνικάell-000αποπάτηση
ελληνικάell-000απόπατος
ελληνικάell-000αποπατώ
τσακώνικαtsd-001αποπέζινε
ελληνικάell-000απόπειρα
ελληνικάell-000απόπειρα φόνου
τσακώνικαtsd-001αποπείρου
ελληνικάell-000αποπειρώμαι
ελληνικάell-000αποπειρώμαι αναμμένος
ελληνικάell-000αποπέμπω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπέμπω
ελληνικάell-000αποπέμπω από
ελληνικάell-000αποπερατώ
ελληνικάell-000αποπερατώνομαι
ελληνικάell-000αποπερατώνω
ελληνικάell-000αποπεράτωση
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπέρδομαι
ελληνικάell-000από περιέργεια
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπίπτω
ελληνικάell-000από πίσω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπλανάομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπλανάω
ελληνικάell-000αποπλανημένος
ελληνικάell-000αποπλάνηση
ελληνικάell-000αποπλάνηση του φωτός
ελληνικάell-000αποπλανήσιμος
ελληνικάell-000αποπλανητής
ελληνικάell-000αποπλανητικός
ελληνικάell-000αποπλανώ
ελληνικάell-000αποπλανώμαι
ελληνικάell-000αποπλανωμένος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπλάσσομαι
ελληνικάell-000αποπλένω
τσακώνικαtsd-001αποπλερούκου
ελληνικάell-000απο πλευράς του
ελληνικάell-000από πλευράς του
ελληνικάell-000αποπλέω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπλέω
ελληνικάell-000αποπληθυσμός
ελληνικάell-000αποπληθωρισμένο χρήμα
ελληνικάell-000αποπληθωρισμός
ελληνικάell-000αποπληθωριστικός
ελληνικάell-000αποπληκτικός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπληκτικός
ελληνικάell-000απόπληκτος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπόπληκτος
ελληνικάell-000αποπληξία
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπληρόω
ελληνικάell-000αποπληρωθέν κεφάλαιο
ελληνικάell-000αποπληρωμή
ελληνικάell-000αποπληρώνω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπλήσσω
ελληνικάell-000απόπλους
ελληνικάell-000αποπλύδι
ελληνικάell-000απόπλυμα
ελληνικάell-000αποπλύματα
ελληνικάell-000αποπλύματα κάδος
ελληνικάell-000αποπλύνω
ελληνικάell-000απόπλυση
ελληνικάell-000απόπλυση/έκπλυση
ελληνικάell-000αποπνέω
ελληνικάell-000αποπνίγομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπνίγομαι
ελληνικάell-000αποπνίγω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποπνίγω
ελληνικάell-000αποπνίγων
ελληνικάell-000αποπνικτικό νέφος
ελληνικάell-000αποπνικτικός
ελληνικάell-000αποπνιχτική ατμόσφαιρα
ελληνικάell-000απόπνοια
ελληνικάell-000αποποίηση
ελληνικάell-000αποποίηση ευθυνών
ελληνικάell-000αποποινικοποίηση
ελληνικάell-000αποποινικοποιώ
τσακώνικαtsd-001αποποίου
ελληνικάell-000αποποιούμαι
ελληνικάell-000αποπολιτικοποίηση
ελληνικάell-000αποπολυπλέκτης
ελληνικάell-000αποπολυπλεξία
ελληνικάell-000αποπολώνω
ελληνικάell-000αποπομπή
ελληνικάell-000απο πότε
ελληνικάell-000από που
ελληνικάell-000από πού
ελληνικάell-000απ’ όπου
τσακώνικαtsd-001αποπουντέχου
τσακώνικαtsd-001αποπουρτέσε
ελληνικάell-000αποπραγματοποίητος
ελληνικάell-000από πρακτική άποψη
τσακώνικαtsd-001απόπραμα
τσακώνικαtsd-001αποπρέγου
ελληνικάell-000από πριν
ελληνικάell-000από προεπιλογή
ελληνικάell-000από πρόθεση
ελληνικάell-000αποπροσανατολίζω
ελληνικάell-000αποπροσανατολισμός
ελληνικάell-000από προσωπική πείρα
ελληνικάell-000αποπροσωποποιώ
ελληνικάell-000από πρώτο χέρι
ελληνικάell-000απόπτυση
ελληνικάell-000αποπτύω
ελληνικάell-000απόπτωση
ελληνικάell-000αποπυρηνικοποίηση
ελληνικάell-000αποπυρηνικοποιώ
τσακώνικαtsd-001άπορε
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπορέω
ελληνικάell-000απορηματικός


PanLex

PanLex-PanLinx