PanLinx

ελληνικάell-000απλόχερος
ελληνικάell-000απλοχωριά
ελληνικάell-000απλόχωρος
ελληνικάell-000απλυσιά
ελληνικάell-000άπλυτα
ελληνικάell-000άπλυτος
ελληνικάell-000άπλωμα
ελληνικάell-000απλωμένος
ελληνικάell-000απλώνομαι
ελληνικάell-000απλώνομαι άτακτα
ελληνικάell-000απλώνω
ελληνικάell-000απλώνων
ελληνικάell-000απλώνω πάλι
ελληνικάell-000απλώνω στον ήλιο
ελληνικάell-000απλώνω τα χέρια
ελληνικάell-000απλώνω χέρι
ελληνικάell-000απλώνω χόρτα
ελληνικάell-000απλώς
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἁπλῶς
ελληνικάell-000απλωσιά
ελληνικάell-000απλώστρα
ελληνικάell-000Απλώστρα ρούχων
ελληνικάell-000απλώτης
ελληνικάell-000απλωτός
ελληνικάell-000άπμνους
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπνεύματος
ελληνικάell-000άπνευστα
ελληνικάell-000άπνοια
ελληνικάell-000απνοία
ελληνικάell-000άπνους
ελληνικάell-000απο
ελληνικάell-000απο-
ελληνικάell-000από
τσακώνικαtsd-001από
ελληνικάell-000απ’ ό
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπο
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπό
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπό-
τσακώνικαtsd-001αποαζίκου
τσακώνικαtsd-001αποαλημό
τσακώνικαtsd-001αποαλητέ
ελληνικάell-000από αλουμίνιο
ελληνικάell-000από ανέντιμος
τσακώνικαtsd-001αποαού
ελληνικάell-000αποαποικιοποίηση
ελληνικάell-000από απόφαση
ελληνικάell-000από αυτο
ελληνικάell-000από αυτό
ελληνικάell-000από αυτός ο δρόμος
ελληνικάell-000αποβάθρα
ελληνικάell-000αποβάθρες
ελληνικάell-000αποβαίνω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποβαίνω
ελληνικάell-000αποβαίνω άκαρπος
ελληνικάell-000αποβαίνω αναμμένος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποβαίνω εἰς
ελληνικάell-000αποβάλλομαι
ελληνικάell-000αποβαλλόμενα αέρια
ελληνικάell-000αποβαλλόμενα ύδατα
ελληνικάell-000αποβαλλόμενα ύδατα/απώλεια/απόβλητα
ελληνικάell-000αποβάλλω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποβάλλω
ελληνικάell-000αποβάλλω από
ελληνικάell-000αποβάλλω βρέφος
ελληνικάell-000αποβάλλω ουσίες
ελληνικάell-000αποβάλλω την αθωότητα
ελληνικάell-000αποβάλλω την απλότητα
ελληνικάell-000αποβάλλω φοιτητήν
τσακώνικαtsd-001αποβάνου
ελληνικάell-000απόβαρο
ελληνικάell-000απόβαση
ελληνικάell-000αποβατικός
ελληνικάell-000αποβατικός σκάφος
ελληνικάell-000από βδομάδα
ελληνικάell-000αποβιβάζομαι
ελληνικάell-000αποβιβάζομαι από αεροπλάνο
ελληνικάell-000αποβιβάζομαι σε ακτή
ελληνικάell-000αποβιβάζω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποβιβάζω
ελληνικάell-000αποβίβαση
ελληνικάell-000αποβιβασμένος
ελληνικάell-000αποβιομηχάνιση
ελληνικάell-000αποβιταμίνωση
ελληνικάell-000αποβιώ
ελληνικάell-000αποβιώντα
ελληνικάell-000αποβιωνω
ελληνικάell-000αποβιώνω
ελληνικάell-000αποβιώσας
ελληνικάell-000αποβίωση
ελληνικάell-000αποβλακώ
ελληνικάell-000αποβλάκωμα
ελληνικάell-000αποβλακωμένο κοίταγμα
ελληνικάell-000αποβλακωμένος
ελληνικάell-000αποβλακώμενος
ελληνικάell-000αποβλακωμένος από πιοτό
ελληνικάell-000αποβλακώνομαι
ελληνικάell-000αποβλακώνω
ελληνικάell-000αποβλάκωση
ελληνικάell-000αποβλακωτικός
ελληνικάell-000αποβλέπω
ελληνικάell-000αποβλεπω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποβλέπω
ελληνικάell-000αποβλεψη
ελληνικάell-000απόβλητα
ελληνικάell-000αποβλητα - απορριμματα
ελληνικάell-000απόβλητα ελαστικού
ελληνικάell-000απόβλητα εργαστηρίου
ελληνικάell-000απόβλητα σφαγείου
ελληνικάell-000αποβλητικός
ελληνικάell-000απόβλητο
ελληνικάell-000απόβλητος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπόβλητος
ελληνικάell-000απόβλιττο
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποβλύζω
ελληνικάell-000αποβολή
ελληνικάell-000αποβολη
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποβολή
ελληνικάell-000αποβολή βρέφους
ελληνικάell-000αποβολή εμβρύου
ελληνικάell-000αποβολή θερμότητας
ελληνικάell-000αποβολύ
ελληνικάell-000από βορρά
ελληνικάell-000αποβουτυρωμένο γάλα
ελληνικάell-000αποβουτυρωμένος
ελληνικάell-000αποβουτύρωση
ελληνικάell-000αποβουτυρωτής
ελληνικάell-000αποβραδίς
ελληνικάell-000απόβραδο
ελληνικάell-000απόβρασμα
ελληνικάell-000απόβροχο
ελληνικάell-000από βρώμη
ελληνικάell-000απόγ.
ελληνικάell-000απογαλακτίζομαι
ελληνικάell-000απογαλακτίζω
ελληνικάell-000απογαλακτίζων
ελληνικάell-000απογαλακτισμός
ελληνικάell-000απογαλακτισμοσ
ελληνικάell-000απογαλακτωματοποιητής
ελληνικάell-000απογαλακτωματοποιώ
ελληνικάell-000απόγεια αύρα
ελληνικάell-000απόγειο
ελληνικάell-000απόγειος
ελληνικάell-000απογειώνομαι
ελληνικάell-000απογειώνω
ελληνικάell-000απογείωση
ελληνικάell-000απόγεμα
ελληνικάell-000απογευμα
ελληνικάell-000απόγευμα
ελληνικάell-000απογευματινή
ελληνικάell-000απογευματινή εφημερίδα
ελληνικάell-000απογευματινός
ελληνικάell-000απογίνομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπογίνομαι
τσακώνικαtsd-001απογινούμενε
τσακώνικαtsd-001απόγκζουφα
ελληνικάell-000απογκρεμίζομαι
ελληνικάell-000απογκρεμίζω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπογλαυκόομαι
τσακώνικαtsd-001απογλειφαδούκου
ελληνικάell-000απόγνωση
ελληνικάell-000απογοητευμένο αλλά ανακουφισμένο πρόσωπο
ελληνικάell-000απογοητευμένος
ελληνικάell-000απογοητεύομαι
ελληνικάell-000απογοήτευση
ελληνικάell-000απογοητευτική
ελληνικάell-000απογοητευτικό
ελληνικάell-000απογοητευτικός
ελληνικάell-000απογοητεύω
ελληνικάell-000απογονικός
ελληνικάell-000απόγονοι
ελληνικάell-000απόγονοι άβουλος άνθρωπος
ελληνικάell-000απόγονοι αγροτεμάχιο
ελληνικάell-000απόγονοι ανοίγω
ελληνικάell-000απόγονοι αραβόσιτος
ελληνικάell-000απόγονοι γλύκισμα
ελληνικάell-000απόγονοι εποχή
ελληνικάell-000απόγονοι κρεβάτι
ελληνικάell-000απόγονος
ελληνικάell-000απογορευτικός
ελληνικάell-000απογορεύω
τσακώνικαtsd-001απογούμενε
ελληνικάell-000απογραμμάτιστος
ελληνικάell-000απογραμμικός
ελληνικάell-000απογραφέντα αντικείμενα
ελληνικάell-000Απογραφή
ελληνικάell-000απογραφή
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπογραφή
ελληνικάell-000απογραφή εμπορευμάτων
ελληνικάell-000απογραφή/κατάλογος
ελληνικάell-000απογραφή πληθυσμού
ελληνικάell-000απογραφη πληθυσμου
ελληνικάell-000απογραφή του πληθυσμού
ελληνικάell-000απογραφικός
ελληνικάell-000απογραφικό σύστημα
ελληνικάell-000απόγραφο
ελληνικάell-000απογράφω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπογράφω
ελληνικάell-000απογυμνώ
ελληνικάell-000απογυμνωμένος
ελληνικάell-000απογυμνώνω
ελληνικάell-000απογύμνωση
ελληνικάell-000απογυμνωτής επένδυσης
τσακώνικαtsd-001αποδαίσου
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδακρύω
ελληνικάell-000αποδασώνω
ελληνικάell-000αποδάσωση
ελληνικάell-000αποδεδειγμένος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδεής
ελληνικάell-000αποδειγμένος
ελληνικάell-000αποδεικνύει
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδείκνυμι
ελληνικάell-000αποδεικνύομαι
ελληνικάell-000αποδεικνύομαι εξυπνότερος
ελληνικάell-000αποδεικνυω
ελληνικάell-000αποδεικνύω
ελληνικάell-000αποδεικνύω ανακριτού
ελληνικάell-000αποδεικνύω αναμμένος
ελληνικάell-000αποδεικνύω άνοιγμα
ελληνικάell-000αποδεικνύω από
ελληνικάell-000αποδεικνύω γύρω
ελληνικάell-000αποδεικνύων
ελληνικάell-000αποδεικνύω την ύπαρξη
ελληνικάell-000αποδεικνύω το δίκιο
ελληνικάell-000αποδεικτικό S/MIME
ελληνικάell-000αποδεικτικό καταβολής κομίστρου
ελληνικάell-000αποδεικτικός
ελληνικάell-000αποδεικτικό στοιχείο
ελληνικάell-000αποδεικτικότητα
ελληνικάell-000αποδεικτώς
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδειλία
ελληνικάell-000αποδειλιώ
ελληνικάell-000αποδείξεις
ελληνικάell-000αποδειξη
ελληνικάell-000απόδειξη
ελληνικάell-000απόδειξη αγοράς
ελληνικάell-000απόδειξη γνησιότητας
ελληνικάell-000απόδειξη είσπραξης
ελληνικάell-000απόδειξη με έγγραφα
ελληνικάell-000απόδειξη με παραδείγματα
ελληνικάell-000απόδειξη παραλαβής
ελληνικάell-000απόδειξη πληρωμής
ελληνικάell-000απόδειξη χρέους
ελληνικάell-000αποδείξιμος
ελληνικάell-000αποδειξιμότητα
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπόδειξις
ελληνικάell-000απόδειπνο
ελληνικάell-000αποδειπνώ
ελληνικάell-000αποδειχθείς
ελληνικάell-000αποδείχνομαι
ελληνικάell-000αποδειχνύομαι
ελληνικάell-000αποδείχνω
ελληνικάell-000αποδεκατίζω
ελληνικάell-000αποδεκάτιση
ελληνικάell-000αποδεκάτισμα
ελληνικάell-000αποδεκατισμός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδεκατόω
ελληνικάell-000αποδέκτης
ελληνικάell-000αποδέκτης συναλλαγματικής
ελληνικάell-000αποδέκτης υπηρεσία υπηρεσία
ελληνικάell-000αποδεκτό
ελληνικάell-000αποδεκτός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπόδεκτος
ελληνικάell-000αποδεκτός τομέας
τσακώνικαtsd-001αποδέλοιπε
ελληνικάell-000αποδελτιομένος
ελληνικάell-000αποδελτιώνομαι
ελληνικάell-000αποδελτιώνω
ελληνικάell-000αποδελτίωση
τσακώνικαtsd-001αποδενάχου
ελληνικάell-000αποδεξαμενίζομαι
ελληνικάell-000από δεξιά προς τα αριστερά
ελληνικάell-000αποδεσμεύομαι
ελληνικάell-000αποδεσμεύοντας
ελληνικάell-000αποδέσμευση
ελληνικάell-000αποδέσμευση πόρου
ελληνικάell-000αποδεσμεύω
ελληνικάell-000αποδέχομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδέχομαι
ελληνικάell-000αποδέχομαι αδιαμαρτύρητα
ελληνικάell-000αποδέχομαι δικόγραφα
ελληνικάell-000αποδέχομαι κλοπιμαία
ελληνικάell-000αποδέχομαι να μοιρασθώ
ελληνικάell-000αποδεχόμενος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδηλόω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀποδημέω
ελληνικάell-000αποδήμηση
ελληνικάell-000αποδημητικό είδος
ελληνικάell-000αποδημητικό πουλί
ελληνικάell-000αποδημητικό πτηνό
ελληνικάell-000αποδημητικός
ελληνικάell-000αποδημία
ελληνικάell-000απόδημος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000ἀπόδημος
ελληνικάell-000αποδημώ
ελληνικάell-000αποδιάλεγμα


PanLex

PanLex-PanLinx